Όσα θυμάμαι πιο έντονα από μια ανάποδη χρονιά

 Αγαπητό 2020, 

Στο καλό και να μην μας γράφεις!!! Μας ταλαιπώρησες, μας έδωσες μία γερή γροθιά και μας είδες να πέφτουμε, να πέφτουμε, και να πέφτουμε μέχρι να πιάσουμε πάτο. Μας έπιασες από τα πόδια, μας αναποδογύρισες και έπειτα μας εκτίναξες προς τα κάτω μπας και έχουμε κανένα ψυχικό απόθεμα ακόμα στις τσέπες μας. Ήθελες να μας το πάρεις κι αυτό. Για αυτό όχι. Δεν είσαι αγαπητό, 2020. Είσαι μισητό, και δεν το περίμενα να καταλήξεις έτσι. 

Μήνες τώρα σχεδιάζω να γράψω αυτό το άρθρο γιατί με κάθε χτύπημα αυτής της χρονιάς, ερχόταν μαζί και η σκέψη "έχω να σου σούρω, 2020, θα τρέχεις και δεν θα φτάνεις! Κάτσε να τελειώσεις, να δω πόσο ακόμα θα χτύπησεις, και θα σου γράψω ένα άρθρο όλο δικό σου. Θα στολίζουν οι άλλοι το δέντρο, και εγώ θα σε στολίζω αλά γαλλικά (είσαι βγε κουτό ένα μαλακιστηγί!). 

Αλλά να σου πω κάτι... δεν σου αξίζει! Δεν αξίζεις άλλο άρθρο με το όνομά σου επικεφαλίδα. Ούτε άλλο άρθρο με εκείνο τον γιόκα σου, που έχεις κορώνα στο κεφάλι! (ο νοών νοείτω, ονόματα δεν λέμε, είπαμε δεν δίνουμε αξία). Και μια φορά που έγραψα για δ' αυτόν πολύ του ήτανε. Φτάνει! Φτάνουν και τα διαγγέλματα, και οι έκτακτες ειδήσεις, και να σου πω και κάτι: πολύ την έχει ψωνίσει ο γιος σου. Για άλλο πράγμα δεν μιλάει κανένας! Για αυτόνανε μόνο και το πότε θα μας παρατήσει στην ησυχία μας. 

Για αυτό λοιπόν αποφάσισα να μιλήσω σήμερα για κάτι άλλο. Λίγα λεπτά πριν λοιπόν είχα την φαεινή ιδέα να μοιραστώ μαζί σας τις πιο έντονες στιγμές μου από μια χρονιά που θα ονομάσω "Ακατανόμαστη". Είναι σαν εκείνο τον μάγο στον Χάρι Πότερ που δεν έπρεπε να πεις το όνομά του; Κάτι τέτοιο. Και έτσι σκέφτηκα πως θα ήταν καλή ιδέα να κάνω ένα μικρό ταξίδι στους μήνες που πέρασαν και να σας πάρω μαζί μου. Να μοιραστούμε εικόνες, μυρωδιές, συναισθήματα, δάκρυα, χαμόγελα. Έχουμε ανάγκη από λίγο συναίσθημα. Έχουμε ανάγκη να νιώσουμε πάλι ένα. Επιλέγω λοιπόν αυτόν τον τρόπο να ενωθώ μαζί σας και να σας ανοίξω την πόρτα στο σπιτικό της ζωής μου. Θα σας αφήσω να μπείτε  μονάχα μέχρι το χολ βέβαια, γιατί το 2020 φτάνει μόνο μέχρι εκεί... Τα υπόλοιπα δωμάτια παραμένουν ανέγγιχτα. 

Αθήνα - Κρήτη, η πρώτη φορά

Μια βαλίτσα, ένα σακίδιο και δυο φίλους για παρέα πήρα γύρω στις 12 Μαρτίου και επέστρεψα Κρήτη για ό,τι φαινόταν πως θα κρατήσει δύο βδομάδες. Βρήκαμε άλλη μια παρέα στο πλοίο, και όταν μου προσέφεραν πατατάκια, δεν πήρα. Τόσα ακούγονταν για τον ιό, δεν θα διακινδύνευα να την πάθω από πατατάκια. Πήγαμε στο κατάστρωμα με τους φίλους μου, βάλαμε μουσική και χορεύαμε γελώντας όσο δυνατά μπορούσαμε. Νομίζαμε πως δεν ήταν κανείς εκεί, και όταν είδαμε ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο πίσω από την γυάλινη βιτρίνα του καταστρώματος να μας κοιτά, μας κόπηκαν τα πόδια. Κάτσαμε σε ένα τραπέζι, από αυτά τα λευκά που είναι καρφωμένα στο γεμάτο υγρασία πάτωμα, και σηκώσαμε στον αέρα το μενταγιόν-μάντη του ενός φίλου μου: του 'κανες ερωτήσεις και απαντούσε με ναι ή όχι (Από όσα μας έλεγε, πιστεύαμε όσα μας συνέφεραν εννοείται). Και όταν το μενταγιόν έγειρε δειλά δειλά προς το ναι, σαν να φοβόταν την αντίδρασή μας, στην ερώτηση "Θα μείνουμε Κρήτη για πάνω από δύο μήνες;", κοιταχτήκαμε με στόμα ανοιχτό. Αποκλείεται. Θα 'χει κουραστεί το μενταγιόν και δεν θα ξέρει τι λέει. Σε ένα μήνα το πολύ θα 'μαστε πάλι Αθήνα... 

Μετακίνηση 6, η πρώτη φορά 

Αποφασίσαμε οικογενειακώς να βγούμε για περπάτημα. Δεν είχα καμία όρεξη. Την είχα καταβρεί στην ησυχία που μου προσέφερε το δωμάτιό μου. Η μέρα είχε γίνει νύχτα, το όρθιό μου είχε γίνει καθιστό, οι μυς της πλάτης μου που ευθύνονταν για την καλή μου στάση όταν ήμουν όρθιος, είχαν αρχίσει να αποδυναμώνουν, και γενικά όλα ευνοούσαν στο να θυμίζω κυρτωμένο σίδερο με μια μπλε οθόνη να χαϊδεύει ασταμάτητα το πρόσωπό μου. Αφού με έπεισε η αδερφή μου να βγω να λιαστώ λιγάκι, βάλαμε τις φόρμες μας και βγήκαμε έξω. Δεν είχα αντίληψη να καταλάβω πότε περνούσαν τα αμάξια δίπλα μου, ξυστά μου, απέναντί μου... Ήταν σαν να γνώριζα τον κόσμο πρώτη φορά. Είχα σχεδόν ζαλιστεί. Είχα ξεχάσει πώς είναι να είμαι ζωντανός. 

Ο ήλιος βγήκε· ας αποχαιρετιστούμε 

Ιούλιος μήνας. Λερωμένες πατούσες πάνω στο κάγκελο του 4ου ορόφου και εμείς αραχτοί να κοιτάμε τον ουρανό που φώτιζε λίγο λίγο, να νιώθουμε το αεράκι που ζέσταινε αργά και απαλά. Περάσαμε όλο το βράδυ να γελάμε και να χορεύουμε. Δεν ξέραμε τι μας είχε πιάσει. Γύρω στις εννιά βάλαμε Σακίρα και Πούσικατ Ντολς, βγάλαμε τα παπούτσια και χτυπιόμασταν προς πάσα κατεύθυνση. Η μουσική να βγαίνει απ' το κινητό, οι ανάσες μας να βγαίνουν κοφτές, να 'χει το σώμα μας να κουνηθεί έτσι πάνω από τέσσερις μήνες. Εκείνο το βράδυ κοιταζόμασταν και δεν χορταίναμε απ' το βλέμμα. Θέλαμε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Είχαμε λείψει απ' την Αθήνα μας, και είχαμε λείψει κι ο ένας στον άλλον τόσο πολύ που φροντίσαμε εκείνη τη νύχτα να μην κοιμηθούμε. Μιλούσαμε ασταμάτητα, βλέπαμε αστεία βίντεο στο γιουτιούμπ, φάγαμε, χορέψαμε, αγκαλιαστήκαμε...και έπειτα βάλαμε ζακέτες και καθίσαμε στο μπαλκόνι. Κουρασμένοι, μα χαρούμενοι. Είδαμε τον ήλιο να μας χαιρετά και έπρεπε να το πάρουμε απόφαση: έπρεπε να αποχαιρετιστούμε και εμείς. Η Α. σε λίγες ώρες έπρεπε να πάρει το τρένο και εγώ να ξυπνήσω για μια δουλειά στην άλλη άκρη της Αττικής. Νυσταγμένα "γεια" και μερικά δάκρυα...μέχρι το επανιδείν. 

Μακαρόνια με κιμά σε πλαστικό μπολάκι 

Η μαμά μου έτρεχε από το πρωί μέχρι το βράδυ στα νοσοκομεία, και όταν δεν ήταν στο πλάι της γιαγιάς, να της κρατάει το χέρι και να την ακούει να επαναλαμβάνει τις ίδιες ιστορίες από το παρελθόν απ' την ώρα που ξυπνούσε, πάλευε να κάνει διαπραγματεύσεις με τραπεζικά θηρία. Η γιαγιά είχε αρχίσει να χάνει τον εαυτό της και κάποιος έπρεπε να διευθετήσει όσα δεν χωρούσαν άλλη αναβολή. Τις μόνες φορές που είδα την μαμά μου αυτό το καλοκαίρι ήταν τα βράδια που ερχόταν να κοιμηθεί, και κυκλοφορούσε με ένα βλέμμα κουρασμένο, με ένα βλέμμα θολό, αλλά και τα μεσημέρια που ερχόταν πάντα με ένα ταπεράκι φαγητό στο σπίτι. "Αφού οι γυναίκες δίπλα απ' τη γιαγιά δεν τρώνε το φαγητό του νοσοκομείου, μου τα δίνουν να σας τα φέρνω να τα τρώτε εσείς. Μην πάει χαμένο και το φαγητό" έλεγε και άφηνε τα πλαστικά ταπεράκια πάνω στο τραπέζι δίπλα από την τσάντα της. "Δεν μπορείς να πεις, ε; Η μαμά σού μαγειρεύει ακόμα κι όταν λείπει".  

Κουτάκι με χυμό, αντίθεση στο λευκό πλακάκι 

Η ώρα πλησίαζε 12 και το σχεδίαζα από την ώρα που πατούσα το πόδι μου στην δουλειά το πρωί. Σαν να ήταν η μόνη μου παρηγοριά αυτό το δεκάλεπτο που έκλεβα για να κρυφτώ στην τουαλέτα και να φάω μια μπουκιά από το τοστ που με περίμενε στο σακουλάκι του μέσα στο ψυγείο. Δεν ξέρω γιατί, μα στην δουλειά που δούλεψα φέτος για λίγο καιρό, το διάλειμμα άργησε να μπει στο λεξικό. Και για να μην λείψω πολλή ώρα από τα καθήκοντά μου, έβαζα χρονόμετρο: έχεις 10 λεπτά κακομοίρη μου. Αξιοποίησέ τα! Έτσι λοιπόν έπαιρνα το τοστ και τον χυμό μου μέσα στην τουαλέτα, σήκωνα το χέρι μου να πιάσει το κινητό wifi λίγο να ξεχαστεί το μυαλό μου, και καταβρόχθιζα με περίσσια μανία το ψωμί με το ζαμπονοτύρι. Κι όταν άκουγα βήματα απ' έξω, η καρδιά μου πήγαινε στην κούλουρη. Αλλά ήμουν προστατευμένος στην τουαλέτα μου, στο καταφύγιό μου. Αν έμπαινε κανείς και με έπιανε με το ζαμπόν στο στόμα, είχα σκεφτεί σενάρια και σενάρια για να το γυρίσω προς όφελός μου. "Δεν έχω δώσει το δικαίωμα σε κανέναν να μπουκάρει έτσι στην τουαλέτα!" θα έλεγα με έπαρση αν χρειαζόταν. Αλλά δεν χρειάστηκε ποτέ. Τόσες τύψεις, τόσες ενοχές, κι όλα αυτά για 10 λεπτά διάλειμμα. Πόση ζημιά έκαναν στην επιχείρηση μονάχα δέκα λεπτά;... 

Στην Αθήνα μου

Επιτυχία το νέο τραγούδι του Αργυρού, και άγγιζε τις λαϊκές χορδές που υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα μέσα μου, παρόλο που είμαι ορκισμένος και αμετανόητος λάτρης της ποπ. Το άκουγα κάθε φορά στο ραδιόφωνο όταν γυρνούσα από την δουλειά και έλεγα μέσα μου σημάδι είναι. Εθελοτυφλούσα στο ρεαλιστικό σενάριο που έλεγε πως μάλλον τέτοια ώρα το 'βαζαν τα ραδιόφωνα για συγκεκριμένο σκοπό, μάλλον επειδή οι άνθρωποι γυρνούσαν από τις δουλειές τους και θα το άκουγαν σίγουρα. Μα εγώ επέμενα. Έβλεπα τα χαρτονομίσματα που αυξάνονταν στο γυάλινο βαζάκι στο δωμάτιό μου και επέμενα: "Είναι σημάδι". Η αντάμωσή μου με την Αθήνα (μου) πλησιάζει. Και αν δεν είχα την δουλειά, δεν θα τα κατάφερνα ποτέ να βάλω πλώρη για Ιθάκη.

Η ελπίδα μου

Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, βρήκα τον τόπο που αγάπησα, και ένιωσα να πατάω σε χώμα γνώριμο, μα και ξένο την ίδια στιγμή. Κάτι στην ατμόσφαιρα, κάτι στην ενέργεια της πόλης. Φόβος στα λεωφορεία: κάθε φορά που ανέβαινα σε ένα, ήμουνα σίγουρος ότι είχα κολλήσει τον ιό. Η μάσκα έγινε δεύτερο δέρμα μου και το αντισηπτικό με την έντονη μυρωδιά οινόπνευμα και μια εσάνς αλόης βέρα, είχε γίνει ο καλύτερός μου φίλος. Χωρίς αυτόν δεν έφευγα από το σπίτι, ο κόσμος να χαλούσε και ας γκρεμιζόταν πάνω μου. Το φως όμως δεν άργησε να καλύψει το σκοτάδι και ήταν όλο συγκεντρωμένο στο πρόσωπο της Ε., της συγκατοίκου μου, που έκανε τον ένα μήνα που μείναμε μαζί να χαράζεται μέσα μου ως ο πιο όμορφος μήνας του χρόνου. Βρήκα τον εαυτό μου, βρήκα τον χαρούμενο Λέανδρο, εκείνον που ξυπνάει το πρωί με χαμόγελο και το βράδυ δεν κοιμάται πια φοβισμένος. Έβαψα τα μαλλιά μου κόκκινα, έτσι για την τρέλα, ήρθα σε επαφή με τους φίλους μου, ήπια τσάι (πολύ τσάι) με λεμόνι κομμένο από την λεμονιά που είχαμε συντροφιά στο μπαλκόνι, πήρα και έδωσα πολλές αγκαλιές και πρώτη φορά μέσα σε αυτήν την χρονιά... δεν τις φοβόμουν! Έζησα για το τώρα και σταμάτησα να σκέφτομαι το μετά. Ο Νοέμβριος ήταν ο μήνας μου, η ελπίδα μου. Και πλάι στους φίλους μου, βρήκα και πάλι τον Λέανδρο. 

Το φαγητό δεν πήγαινε κάτω... 

Δυο βδομάδες αφότου επέστρεψα στην Κρήτη, και δυο βδομάδες αφότου η γιαγιά είχε μπει και πάλι στο νοσοκομείο τα πράγματα φάνταζαν δύσκολα. Η Αθήνα μου φαινόταν σαν ένα όνειρο: κοιμήθηκα δυο μήνες και ξύπνησα στο ίδιος μέρος, στο κρεβάτι μου στο πατρικό μου. Ήταν Πέμπτη όταν κατέβηκα στο σπίτι του παππού για να φάμε όσοι δεν είχαμε ξενυχτήσει στο νοσοκομείο το προηγούμενο βράδυ. Η θεία μου σέρβιρε από ένα πιάτο φασολάδα στον καθένα μας και ο παππούς μιλούσε για την κατάσταση της γιαγιάς: μάλλον πως καλυτέρευε, έλεγε. Το τηλέφωνο χτύπησε. Έτρεξε ο μπαμπάς να βάλει το bluetooth στα αυτιά του, αλλά τα ρημαδιασμένα δεν δούλευαν, είχαν ξεφορτήσει. Το έβαλε ανοιχτή ακρόαση: "Έλα, Νίκο, είσαι μόνος;". Δεν το υποψιάστηκε κανείς. Δεν υποψιάστηκε κανείς να του πει να πάρει το κινητό και να μιλήσει έξω. "Βρες έναν τρόπο να τους πεις πως η πεθερά σου μας άφησε". Σιωπή. Ο παππούς δεν άκουσε καλά. Διαμαρτυρήθηκε. "Πείτε μου, τι έγινε; Τι έγινε;". "Ησύχασε, μπαμπά" έκανε η θεία μου. "Έφυγε η μαμά μας". Δεν θα ξεχάσω ποτέ την χίμαιρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ήσυχο, σχεδόν μουντό μεσημέρι με την φασολάδα να κρυώνει στα πιάτα μας, και εκείνη την στιγμή που ξαφνικά η γη χώρισε στα δύο. Στους ζωντανούς, και εκείνους που μας άφησαν. Αυτή η εικόνα του παππού μου, του πιο ατσάλινου χαρακτήρα, να ξεσπάει, θα με πονάει για πάντα. Έτρεξα στο σπίτι του κολλητού μου και χάθηκα στην αγκαλιά του. Αν μπορούσα, δεν θα ξεκολλούσα ποτέ από αυτήν την αγκαλιά. 

Δηλαδή, αυτό ήταν; 

Παραμονή Χριστουγέννων. Κάναμε "ρεβεγιόν"  από το zoom με την παρέα μου από την σχολή, τους φίλους μου, και όλοι είχαν φορέσει τα καλά τους εκτός από εμένα. Δεν είχα όρεξη να ντυθώ, το μυαλό μου ήταν ακόμα στην εργασία που έπρεπε να παραδώσω την ίδια μέρα, αλλά όταν τους είδα με φορέματα και κουστουμάκια, ένιωσα άσχημα. Έβαλα το γκρι μου πουλόβερ που βρισκόταν τυχαία πεταμένο δίπλα μου, φόρεσα και ό,τι βρήκα πάνω στο γραφείο μου (από γυαλιά ηλίου, μέχρι αλυσίδες, και γυαλιά θαλάσσης που μεταποίησα, αφήστε το, δεν περιγράφω άλλο) και είπα πως ντύθηκα κι εγώ για την περίσταση, αλλάζοντας θέση κάθε φορά, τα γυαλιά, τις αλυσίδες, κι ό,τι μπορούσα να βάλω στο κεφάλι μου. Όταν τα παιδιά μας καληνύχτισαν και έμεινα μόνος με την φίλη μου την Α. να μιλάμε για όσα δεν είχαμε μιλήσει τόσο καιρό, κάτι μου είπε που μου έκοψε το γέλιο: το τελευταίο εξάμηνο της σχολής μας υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνει όλο διαδικτυακά. Έπαθα σοκ. Όχι γιατί μου καίγεται καρφάκι για την σχολή, αλλά γιατί οι φίλοι μου, που είναι από επαρχία όπως εγώ, δεν θα είναι στην Αθήνα τους επόμενους μήνες. Όλα αυτά είναι υποθέσεις βέβαια, αλλά δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Άλλωστε όσα ήταν υποθέσεις λίγους μήνες πριν, κατέληξαν να γίνονται η νέα μας κανονικότητα. "Δηλαδή, αυτό ήταν; Τα φοιτητικά μας χρόνια μαζί έχουν τελειώσει; Όσο σε έζησα σαν φοιτήτρια, αυτό ήταν;". Δεν ήθελα να το πιστέψω. Μα είναι τόσο αβέβαιο το μέλλον και πρέπει να το αποδεχτώ: πρέπει να προσαρμοστώ και πάλι σε όσα μου μέλει να ζήσω. 

Και σε αυτήν την νότα θα κλείσω αυτό το άρθρο. Όσα σας περιέγραψα σήμερα δεν ήταν ούτε το μισό από όσα θυμάμαι από αυτήν την τόσο δύσκολη και άσχημη χρονιά για όλους μας. Κάθε φορά που έβλεπα τους καλλιτέχνες να μην τους βοηθάει το κράτος, και οι καφετέριες όπου τόσα νέα παιδιά δουλεύουν, να κλείνουν, σφιγγόταν η καρδιά μου. Κάθε φορά που είχα ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι μου, ήθελα να κλάψω από ευγνωμοσύνη. Πόσο προνομιούχοι είμαστε κάποιοι άνθρωποι, μόνο και μόνο επειδή έχουμε μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι μας, και λίγο φαγητό. Είμαστε πραγματικά προνομιούχοι. Σκέφτομαι τους ανθρώπους της πρώτη γραμμής, τους γιατρούς, τις νοσοκόμες, και εύχομαι να μην τους ξαναβρεί ποτέ κάτι τέτοιο, και να τους δώσω μια αγκαλιά. Φέρνω στο μυαλό μου το πόσοι άνθρωποι έχασαν τους δικούς τους λόγω του ιού, ή λόγω οποιασδήποτε αρρώστιας, και θέλω να προσευχηθώ, ακόμα κι αν δεν προσεύχομαι πια. Θέλω να δώσω τόση αγάπη και μακάρι να με αξιώσει αυτή η ζωή να την δώσω... με τους δικούς μου τρόπους, με την μουσική μου, με την γραφή μου... Μακάρι απλά να μπορώ να δώσω αγάπη. Αυτή είναι η ευχή μου για το 2021. Να γιατρευτούν οι πληγές και να μπορούμε να αγκαλιαστούμε και πάλι.
Να δίνουμε και να παίρνουμε μόνο αγάπη...

Αγαπητό 2021, μην με απογοητεύσεις... 

Lionder xx


Το σημερινό άρθρο ήταν αφιερωμένο στην γιαγιά μου, Αλεξάνδρα, που νικήθηκε από την επάρατη νόσο. Γιαγιά, ξέρω πόσο πολύ σου άρεσαν τα ταξίδια. Και να ξέρεις πως χαίρομαι, γιατί τώρα ταξιδεύεις. 

Photo by madeleine ragsdale on Unsplash






 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η μετάβαση είναι πάντα δύσκολη

Πώς θα σταματήσω να ζω στο μέλλον

ANNOUNCEMENT!!