Είμαι άνθρωπος της φύσης
Δυο μέρες σταμάτησα το διάβασμα και ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν πήγαινε άλλο όμως, το κεφάλι μου είχε γίνει καζάνι. Κάθε μέρα επιεικής στο ραντεβού μου, να ξυπνάω στην μία, να τρώω στις 3 και στις 5 να διαβάζω. Είκοσι μέρες αυτή η δουλειά και η ρουτίνα με είχε φάει για τα καλά. Χθες ξεκίνησα και πάλι το διάβασμα και έπαψαν να μου μιλούν οι ενοχές! Που τάχα "έχασα δυο μέρες", που "σε δυο μέρες πόσα θα 'χα διαβάσει"...Ποιος...εγώ! Που αν δεν έφτανε η εξεταστική, βιβλίο δεν άνοιγα! Τώρα διαβάζω κάθε μέρα και νιώθω να έχω ανακτήσει την εξυπνάδα που μου είχε στερήσει τόσα χρόνια η τεμπελιά μου. (Εννοείται πως ό,τι λέω είναι καλοντυμένες, όμορφα διακοσμημένες υπερβολές...τα 'χασες τα κύτταρα φίλε όταν ήσουν στην ανάπτυξη... Τώρα...προσπάθησε να κρατήσεις αυτά που έχεις).
Όταν διαβάζω εδώ στο πατρικό μου, ανοίγω την μπαλκονόπορτα του δωματίου διάπλατα και αφήνω το φως του ήλιου να περάσει μέσα· αν είμαι τυχερός και δεν φυσάει, τότε απολαμβάνω και το όμορφο τραγούδι των πουλιών ή το θρόισμα των φύλλων από την μπαλκονόπορτα που έχω αφήσει ανοιχτή. Αν πάλι δεν είμαι τυχερός, κλείνω το διπλό τζάμι και αφήνω έξω τον άνεμο και το σινάφι του. Όταν διαβάζω, κλείνω το φως του δωματίου: δεν μου χρειάζεται. Θέλω μονάχα το φως του ήλιου και ας μην είναι αρκετό να φωτίσει όλο το δωμάτιο, κι ας φωτίζει μόνο το γραφείο. Δεν ανοίγω το φως στο ταβάνι αν δεν πάει 7 το απόγευμα που έχει αρχίσει να σουρουπώνει για τα καλά. Αυτό το μικρό τελετουργικό το κάνω κάθε μέρα με το που ξεκινώ το διάβασμα και το έκανα και λίγες μέρες πριν μόνο που αυτή τη φορά στάθηκα...και το παρατήρησα. Συνειδητοποίησα τι κάνω. Και συνειδητοποίησα πόσο με κάνει να συγκεντρώνομαι το φυσικό φως.
Υπάρχει κάτι στην φύση που αγαπώ. (Και σίγουρα δεν αναφέρομαι στα έντομα). Νιώθω πως έχω μια απίστευτη σύνδεση με την φύση και όσο και να λέω ότι είμαι παιδί της πόλης, τελικά κάνω λάθος. Είμαι παιδί της φύσης. Όχι. Ούτε κι αυτό. Δεν ξέρω τίνος παιδί είμαι. Ίσως να είμαι παιδί του κόσμου ολάκερου, με το χώμα του και το τσιμέντο του, με τα λουλούδια του και τις πολυκατοικίες του. Είμαι παιδί και της φύσης και της πόλης.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω σε χωριό. Πολλές φορές βλέπω ανθρώπους που μένουν σε χωριά και αναρωτιέμαι πώς το αντέχουν. Δεν πλήττουν; Να βλέπουν τα ίδια πράγματα και τους ίδιους ανθρώπους κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα; Και έχω την εντύπωση πως όταν είσαι στο ίδιο μέρος για πολύ μεγάλο διάστημα και δεν βλέπεις τίποτα καινούργιο εκτός από τους συνηθισμένους σου γείτονες και συγγενείς, τότε αρχίζουν οι τσακωμοί, τα κουτσομπολιά, οι διαπληκτισμοί χωρίς νόημα, χωρίς ουσία, γιατί απλά δεν έχεις με τι να ασχοληθείς. Γιατί πάρκαρε ο Μάκης της Κατίνας την καρότσα του εκεί πέρα και γιατί η Κατίνα του Μάκη δεν με χαιρέτησε όταν την χαιρέτησα και ούτω καθεξής.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω μονάχα στην πόλη. Ενώ προσαρμόζομαι γρήγορα με τους πυρετώδεις ρυθμούς της και λατρεύω την ανωνυμία όσο τίποτε άλλο (και δυο διαφορετικά παπούτσια να φοράς όταν βγεις έξω, δεν θα το παρατηρήσει κανείς, που λέει ο λόγος), δεν θα μπορούσα να ζήσω 365 μέρες τον χρόνο στο σύγχρονο χάος που ονομάζουμε πολιτισμένη μεγαλούπολη. Θέλω το διάλειμμα μου οπωσδήποτε το καλοκαίρι, ή τουλάχιστον το μισό καλοκαίρι, και ας απομονωθώ στο πιο άγνωστο χωριό...αρκεί να έχει παραλία. (Στην ερώτηση βουνό ή θάλασσα, πάντα θάλασσα, άνθρωπε μου, πάντα θάλασσα...)
Άρα τελικά τι είμαι; Μήπως είμαι εγωιστής; Μήπως τα θέλω όλα δικά μου; Μήπως γουστάρω να ταλαιπωρώ τη συνείδησή μου και να την φυλακίζω σε ένα προκαθορισμένο από τις εμπειρίες και τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει κουτί, και επειδή η σύγχρονη κοινωνία λειτουργεί με "δουλειά τον χειμώνα"-"διακοπές το καλοκαίρι σε κάποιο νησί έτσι για να ξεσκάσουμε λιγάκι, ρε αδερφέ", έχω δημιουργήσει ένα στάνταρ για τον εαυτό μου που καλούμαι να εκπληρώνω κάθε χρόνο, διαφορετικά η ανύπαρκτη-νοητική, ή μάλλον ψευδο-ψυχολογική, πίεση μου βγάζει σε ψυχοσωματικά γιατί "πόσο αξίζω ένα διάλειμμα από την ρουτίνα, δεν το αξίζω ο καημένος";
(Αν σε αυτό το σημείο μπερδευτήκατε, καλώς ήρθατε στους συνειρμούς μου. Προσέξτε το διάκενο ανάμεσα στον συρμό και την αποβάθρα)
Ή τελικά απλά επειδή κουράζομαι 9 μήνες τον χρόνο, χρειάζομαι ξεκούραση για να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου σαν άνθρωπος που είμαι; Μάλλον αυτό θα'ναι.
Η μεγαλύτερη συσσωρευμένη έμπνευση που μου έχει έρθει ποτέ ήταν πάντοτε κοντά στην θάλασσα. Βασικά, τώρα που το θυμάμαι, το πρώτο μου βιβλίο σαν παιδί, το έγραψα στις διακοπές μου στην Κύθνο.Τον προηγούμενο Αύγουστο είχα αποφασίσει να τελειώσω το πρώτο μου βιβλίο (σαν μεγάλος) και παρόλο που δεν το τελείωσα τότε, τα πήγα αρκετά καλά: έγραφα 10 σελίδες την ημέρα. Εννοείται πως μετά το πέρας των τεσσάρων ωρών που καθόμουν και την ίδια στιγμή έσκαβα νοητικά, γινόμουν ένα φυτό, περιμένοντας την αυριανή φωτοσύνθεση του για να πάρει πάλι ενέργεια και να την καταναλώσει πάλι το απόγευμα. Κι όμως. Αν δεν είχα τον Αύγουστο το 2019, δεν θα καθόμουν ποτέ να γράψω τόσες σελίδες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Και δεν ήταν ο Αύγουστος η μούσα μου...αλλά η θάλασσα.
Και γυρίζω ξανά στο θέμα του άρθρου. Οι άνθρωποι είμαστε πλάσματα της φύσης. Το πλαστικό δεν είναι. Κι όμως ζούμε με περισσότερο πλαστικό στην καθημερινότητά μας παρά με φύση. Απίστευτο δεν είναι; Και δεν συνιστώ, να παρατήσουμε αυτό που θεωρούμε "πολιτισμένη ζωή" και να πάμε να τρέχουμε στις σπηλιές (αν και δεν θα κατηγορήσω κανέναν που μπορεί να θέλει να το κάνει), αλλά συνιστώ να αναθεωρήσουμε όταν ο τόσο δα μικρός μας υλικός κόσμος αποτυγχάνει μπροστά από τα μάτια μας. Αυτός ο τιτάνιος υλικός κόσμος, που η ζωή μας περιστρέφεται γύρω του, αποτυγχάνει και τότε θυμόμαστε τα μικρά, τα ουσιαστικά, τα πράγματα εκείνα που βρίσκουμε στην φύση. Το φως του ήλιου για να διαβάσουμε, τον ήχο της θάλασσας για να ηρεμήσουμε, τα πουλιά που μας μιλούν και εμείς τα αγνοούμε, αν έχουμε την τύχη να τα ακούμε καν όσοι ζούμε στα αστικά κέντρα.
Και πού καταλήγουμε λοιπόν; Μάλλον πως είμαι άνθρωπος της φύσης. Όχι, όχι, είμαι άνθρωπος της πόλης. Χμμ...Είμαι άνθρωπος της φύσης, μα αν δεν υπήρχε η πόλη, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, και είμαι άνθρωπος της πόλης μα αν δεν υπήρχε η φύση, θα ήμουν ένα τίποτα.
Αυτό είναι!
Lionder xx
Όταν διαβάζω εδώ στο πατρικό μου, ανοίγω την μπαλκονόπορτα του δωματίου διάπλατα και αφήνω το φως του ήλιου να περάσει μέσα· αν είμαι τυχερός και δεν φυσάει, τότε απολαμβάνω και το όμορφο τραγούδι των πουλιών ή το θρόισμα των φύλλων από την μπαλκονόπορτα που έχω αφήσει ανοιχτή. Αν πάλι δεν είμαι τυχερός, κλείνω το διπλό τζάμι και αφήνω έξω τον άνεμο και το σινάφι του. Όταν διαβάζω, κλείνω το φως του δωματίου: δεν μου χρειάζεται. Θέλω μονάχα το φως του ήλιου και ας μην είναι αρκετό να φωτίσει όλο το δωμάτιο, κι ας φωτίζει μόνο το γραφείο. Δεν ανοίγω το φως στο ταβάνι αν δεν πάει 7 το απόγευμα που έχει αρχίσει να σουρουπώνει για τα καλά. Αυτό το μικρό τελετουργικό το κάνω κάθε μέρα με το που ξεκινώ το διάβασμα και το έκανα και λίγες μέρες πριν μόνο που αυτή τη φορά στάθηκα...και το παρατήρησα. Συνειδητοποίησα τι κάνω. Και συνειδητοποίησα πόσο με κάνει να συγκεντρώνομαι το φυσικό φως.
Υπάρχει κάτι στην φύση που αγαπώ. (Και σίγουρα δεν αναφέρομαι στα έντομα). Νιώθω πως έχω μια απίστευτη σύνδεση με την φύση και όσο και να λέω ότι είμαι παιδί της πόλης, τελικά κάνω λάθος. Είμαι παιδί της φύσης. Όχι. Ούτε κι αυτό. Δεν ξέρω τίνος παιδί είμαι. Ίσως να είμαι παιδί του κόσμου ολάκερου, με το χώμα του και το τσιμέντο του, με τα λουλούδια του και τις πολυκατοικίες του. Είμαι παιδί και της φύσης και της πόλης.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω σε χωριό. Πολλές φορές βλέπω ανθρώπους που μένουν σε χωριά και αναρωτιέμαι πώς το αντέχουν. Δεν πλήττουν; Να βλέπουν τα ίδια πράγματα και τους ίδιους ανθρώπους κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα; Και έχω την εντύπωση πως όταν είσαι στο ίδιο μέρος για πολύ μεγάλο διάστημα και δεν βλέπεις τίποτα καινούργιο εκτός από τους συνηθισμένους σου γείτονες και συγγενείς, τότε αρχίζουν οι τσακωμοί, τα κουτσομπολιά, οι διαπληκτισμοί χωρίς νόημα, χωρίς ουσία, γιατί απλά δεν έχεις με τι να ασχοληθείς. Γιατί πάρκαρε ο Μάκης της Κατίνας την καρότσα του εκεί πέρα και γιατί η Κατίνα του Μάκη δεν με χαιρέτησε όταν την χαιρέτησα και ούτω καθεξής.
Δεν θα μπορούσα να ζήσω μονάχα στην πόλη. Ενώ προσαρμόζομαι γρήγορα με τους πυρετώδεις ρυθμούς της και λατρεύω την ανωνυμία όσο τίποτε άλλο (και δυο διαφορετικά παπούτσια να φοράς όταν βγεις έξω, δεν θα το παρατηρήσει κανείς, που λέει ο λόγος), δεν θα μπορούσα να ζήσω 365 μέρες τον χρόνο στο σύγχρονο χάος που ονομάζουμε πολιτισμένη μεγαλούπολη. Θέλω το διάλειμμα μου οπωσδήποτε το καλοκαίρι, ή τουλάχιστον το μισό καλοκαίρι, και ας απομονωθώ στο πιο άγνωστο χωριό...αρκεί να έχει παραλία. (Στην ερώτηση βουνό ή θάλασσα, πάντα θάλασσα, άνθρωπε μου, πάντα θάλασσα...)
Άρα τελικά τι είμαι; Μήπως είμαι εγωιστής; Μήπως τα θέλω όλα δικά μου; Μήπως γουστάρω να ταλαιπωρώ τη συνείδησή μου και να την φυλακίζω σε ένα προκαθορισμένο από τις εμπειρίες και τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει κουτί, και επειδή η σύγχρονη κοινωνία λειτουργεί με "δουλειά τον χειμώνα"-"διακοπές το καλοκαίρι σε κάποιο νησί έτσι για να ξεσκάσουμε λιγάκι, ρε αδερφέ", έχω δημιουργήσει ένα στάνταρ για τον εαυτό μου που καλούμαι να εκπληρώνω κάθε χρόνο, διαφορετικά η ανύπαρκτη-νοητική, ή μάλλον ψευδο-ψυχολογική, πίεση μου βγάζει σε ψυχοσωματικά γιατί "πόσο αξίζω ένα διάλειμμα από την ρουτίνα, δεν το αξίζω ο καημένος";
(Αν σε αυτό το σημείο μπερδευτήκατε, καλώς ήρθατε στους συνειρμούς μου. Προσέξτε το διάκενο ανάμεσα στον συρμό και την αποβάθρα)
Ή τελικά απλά επειδή κουράζομαι 9 μήνες τον χρόνο, χρειάζομαι ξεκούραση για να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου σαν άνθρωπος που είμαι; Μάλλον αυτό θα'ναι.
Η μεγαλύτερη συσσωρευμένη έμπνευση που μου έχει έρθει ποτέ ήταν πάντοτε κοντά στην θάλασσα. Βασικά, τώρα που το θυμάμαι, το πρώτο μου βιβλίο σαν παιδί, το έγραψα στις διακοπές μου στην Κύθνο.Τον προηγούμενο Αύγουστο είχα αποφασίσει να τελειώσω το πρώτο μου βιβλίο (σαν μεγάλος) και παρόλο που δεν το τελείωσα τότε, τα πήγα αρκετά καλά: έγραφα 10 σελίδες την ημέρα. Εννοείται πως μετά το πέρας των τεσσάρων ωρών που καθόμουν και την ίδια στιγμή έσκαβα νοητικά, γινόμουν ένα φυτό, περιμένοντας την αυριανή φωτοσύνθεση του για να πάρει πάλι ενέργεια και να την καταναλώσει πάλι το απόγευμα. Κι όμως. Αν δεν είχα τον Αύγουστο το 2019, δεν θα καθόμουν ποτέ να γράψω τόσες σελίδες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Και δεν ήταν ο Αύγουστος η μούσα μου...αλλά η θάλασσα.
Και γυρίζω ξανά στο θέμα του άρθρου. Οι άνθρωποι είμαστε πλάσματα της φύσης. Το πλαστικό δεν είναι. Κι όμως ζούμε με περισσότερο πλαστικό στην καθημερινότητά μας παρά με φύση. Απίστευτο δεν είναι; Και δεν συνιστώ, να παρατήσουμε αυτό που θεωρούμε "πολιτισμένη ζωή" και να πάμε να τρέχουμε στις σπηλιές (αν και δεν θα κατηγορήσω κανέναν που μπορεί να θέλει να το κάνει), αλλά συνιστώ να αναθεωρήσουμε όταν ο τόσο δα μικρός μας υλικός κόσμος αποτυγχάνει μπροστά από τα μάτια μας. Αυτός ο τιτάνιος υλικός κόσμος, που η ζωή μας περιστρέφεται γύρω του, αποτυγχάνει και τότε θυμόμαστε τα μικρά, τα ουσιαστικά, τα πράγματα εκείνα που βρίσκουμε στην φύση. Το φως του ήλιου για να διαβάσουμε, τον ήχο της θάλασσας για να ηρεμήσουμε, τα πουλιά που μας μιλούν και εμείς τα αγνοούμε, αν έχουμε την τύχη να τα ακούμε καν όσοι ζούμε στα αστικά κέντρα.
Και πού καταλήγουμε λοιπόν; Μάλλον πως είμαι άνθρωπος της φύσης. Όχι, όχι, είμαι άνθρωπος της πόλης. Χμμ...Είμαι άνθρωπος της φύσης, μα αν δεν υπήρχε η πόλη, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, και είμαι άνθρωπος της πόλης μα αν δεν υπήρχε η φύση, θα ήμουν ένα τίποτα.
Αυτό είναι!
Lionder xx
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου